- μαδόννα
- μαδόννα, ἡ (Μ)μαντόνα, κυρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Madonna].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο … Dictionary of Greek